ποικιλόγαρυν

ποικιλόγαρυν
ποικιλόγᾱρυν , ποικιλόγηρυς
of varied voice
masc/fem acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”